κοιλιοσκοπία

κοιλιοσκοπία
η
ιατρ. η λαπαροσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σκοπία (< -σκοπῶ < -σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. κρανιο-σκοπία, οιωνο-σκοπία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”